Μεσολάβηση στα ουκρανικά
Μετάφραση: μεσολάβηση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
втрутитися, перехватити, посередництво
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μεσολάβηση
μεσολάβηση και διαιτησία, μεσολάβηση συνώνυμο, διαπολιτισμική μεσολάβηση, δικαστική μεσολάβηση, μεσολάβηση english, μεσολάβηση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, μεσολάβηση στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- μεσημεριανό στα ουκρανικά - божевільний, лунатик, обід, ланч
- μεσιτεία στα ουκρανικά - перехватити, посередництво
- μεσοφόρι στα ουκρανικά - дівчина, юбка, ряса, спідниця, дівча, юнка, нижня спідниця
- μεστός στα ουκρανικά - рясний, повен, вільний, нагноєння, програвати, багатий, огрядний, ...
Τυχαίες λέξεις
Μεσολάβηση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: втрутитися, перехватити, посередництво
Μεταφράσεις: втрутитися, перехватити, посередництво