Вулик στα ελληνικά

Μετάφραση: вулик, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κυψέλη, κυψέλης, διαχωρισμού, κυψελών, μελίσσι
Вулик στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вузьке στα ελληνικά - κολεός, στενός, στενό, στενά, στενή, στενές
  • вузький στα ελληνικά - στενός, μικροπρεπής, σφιχτός, στενό, στενά, στενή, στενές
  • вулиця στα ελληνικά - δρόμος, οδός, δρόμο, δρόμου, οδό
  • вуличний στα ελληνικά - δρόμος, οδός, δρόμο, δρόμου, οδό
Τυχαίες λέξεις
Вулик στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κυψέλη, κυψέλης, διαχωρισμού, κυψελών, μελίσσι