Κυψέλη στα ουκρανικά
Μετάφραση: κυψέλη, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
роїтися, вулик, вулика
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κυψέλη
κυψέλη αθήνα, κυψέλη μελισσών, κυψέλη ημαθίας, κυψέλη τιμή, κυψέλη χάρτης, κυψέλη λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κυψέλη στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- κυρώνω στα ουκρανικά - ратифікувати, обґрунтовувати, затверджувати, ратифікує
- κυτταρικός στα ουκρανικά - келійний, стільниковий, мобільний, сотовий
- κυψελιδικός στα ουκρανικά - альвеолярний, альвеолярне, альвеолярна
- κωλικός στα ουκρανικά - колька, коліка, кольки, коліки
Τυχαίες λέξεις
Κυψέλη στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: роїтися, вулик, вулика
Μεταφράσεις: роїтися, вулик, вулика