Вщухнути στα ελληνικά

Μετάφραση: вщухнути, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υποχωρώ, υποχωρούν, υποχωρήσουν, υποχωρήσει, υποχωρεί, να υποχωρήσουν
Вщухнути στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вшанувати στα ελληνικά - τιμώ, τιμή, τιμήν, τιμής, την τιμή, τιμή να
  • вщухати στα ελληνικά - υποχωρώ, μειώνω, ακυρώνω, κοπάζω, ελαττώνω
  • віадуки στα ελληνικά - οδογέφυρες, κοιλαδογέφυρες, οδογεφυρών, γέφυρες, κοιλαδογεφυρών
  • вібратори στα ελληνικά - δονητές, δονητες, δονητών, Ερωτικοί δονητές, δονητή
Τυχαίες λέξεις
Вщухнути στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υποχωρώ, υποχωρούν, υποχωρήσουν, υποχωρήσει, υποχωρεί, να υποχωρήσουν