Відводити στα ελληνικά
Μετάφραση: відводити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντλώ, προέρχομαι, απάγω, παράγομαι, στραγγίξει, αποστράγγιση, στραγγίστε, στραγγίσει, στραγγίζετε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- відвертість στα ελληνικά - ειλικρίνεια, ανοίγματος, το άνοιγμα, τη διαφάνεια, ανοικτό χαρακτήρα
- відвислий στα ελληνικά - πλαδαρός, χαλαρός, χαύνος, χαλαρή, χαλαρό, πλαδαρό
- відволікання στα ελληνικά - περισπασμός, απόσπαση της προσοχής, διάσπαση της προσοχής, αποσπά την προσοχή, περισπασμό
- відволікати στα ελληνικά - αποσπώ, διασπώ, εκτρέψει, εκτροπή, εκτρέψουν, προωθήσετε, την εκτροπή
Τυχαίες λέξεις
Відводити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντλώ, προέρχομαι, απάγω, παράγομαι, στραγγίξει, αποστράγγιση, στραγγίστε, στραγγίσει, στραγγίζετε
Μεταφράσεις: αντλώ, προέρχομαι, απάγω, παράγομαι, στραγγίξει, αποστράγγιση, στραγγίστε, στραγγίσει, στραγγίζετε