Відчувати στα ελληνικά

Μετάφραση: відчувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαβλέπω, υφή, αντιλαμβάνομαι, νιώθω, αισθάνομαι
Відчувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • відчинити στα ελληνικά - ανοιχτός, ανοίγω, εγκαινιάζω, ανοικτός, ανοιχτό, ανοικτή, ανοικτό
  • відчування στα ελληνικά - αίσθηση, αίσθημα, συναίσθημα, το συναίσθημα, το αίσθημα
  • відчуженість στα ελληνικά - απαλλοτρίωση, αποξένωση, αλλοτρίωση, αποξένωσης, αλλοτρίωσης, την αποξένωση
  • відчужити στα ελληνικά - αλλοτριώνω, αποξενώνω, αποξενώσει, αποξενώνουν, αποξενώσουν, αποξενώνει, αποξενώνουν τους
Τυχαίες λέξεις
Відчувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαβλέπω, υφή, αντιλαμβάνομαι, νιώθω, αισθάνομαι