Відшкодовувати στα ελληνικά
Μετάφραση: відшкодовувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποζημίωση, αποπληρωμή, εξιλεώνομαι, αντισταθμίζω, αναπληρώνω, επιστροφή, επιστρέφει, επιστρέψει, να επιστρέψει, επιστρέφουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- відчіпляти στα ελληνικά - αποκολλώ, vidchiplyaty
- відшкодовування στα ελληνικά - αποζημίωση, συμψηφισμός, καταργώ, ανακαλώ, ακυρώνω, επιστροφή χρημάτων, επιστροφής, ...
- відшкодування στα ελληνικά - χαλινάρι, ακυρώνω, καταργώ, ανακαλώ, αποζημίωση, επιστροφή, επιστροφής, ...
- відшкодувати στα ελληνικά - αποζημίωση, επιστροφή, επιστρέφει, επιστρέψει, να επιστρέψει, επιστρέφουν
Τυχαίες λέξεις
Відшкодовувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποζημίωση, αποπληρωμή, εξιλεώνομαι, αντισταθμίζω, αναπληρώνω, επιστροφή, επιστρέφει, επιστρέψει, να επιστρέψει, επιστρέφουν
Μεταφράσεις: αποζημίωση, αποπληρωμή, εξιλεώνομαι, αντισταθμίζω, αναπληρώνω, επιστροφή, επιστρέφει, επιστρέψει, να επιστρέψει, επιστρέφουν