Вік στα ελληνικά

Μετάφραση: вік, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μέγεθος, αιώνας, ηλικία, εκατονταετηρίδα, εποχή, ηλικίας, την ηλικία, ετών
Вік στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • військовослужбовець στα ελληνικά - μέλος των ενόπλων δυνάμεων, serviceman, ενόπλων δυνάμεων, των ενόπλων, των ενόπλων δυνάμεων
  • війти στα ελληνικά - εισέρχομαι, μπαίνω, email, Αποστολή, ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου
  • вікарії στα ελληνικά - ανηθικότητα, κακία, εφημέριοι, βικάριοι, επίτροποι, βικαρίων, ιεροψαλτών
  • віко στα ελληνικά - βλέφαρο, βλεφάρου, βλεφάρων, των βλεφάρων, βλέφαρα
Τυχαίες λέξεις
Вік στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μέγεθος, αιώνας, ηλικία, εκατονταετηρίδα, εποχή, ηλικίας, την ηλικία, ετών