Границя στα ελληνικά

Μετάφραση: границя, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
όριο, σύνορο, δεσμευμένο, δεσμευμένου, δεσμευμένη, συνδεδεμένου
Границя στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • гранату στα ελληνικά - αυγό, χειροβομβίδα, χειροβομβίδων, χειροβομβίδας, βομβίδιο, βομβιδίου
  • грандіозний στα ελληνικά - κολοσσιαίος, μεγαλοπρεπής, μεγαλειώδης, μεγάλο, Μεγάλου, grand
  • границі στα ελληνικά - σύνορο, σύνορα, συνόρων, των συνόρων, συνοριακών
  • граничний στα ελληνικά - ύψιστος, μέγιστος, κρίσιμος, κρίσιμη, κρίσιμο, κρίσιμες, κριτική
Τυχαίες λέξεις
Границя στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: όριο, σύνορο, δεσμευμένο, δεσμευμένου, δεσμευμένη, συνδεδεμένου