Όριο στα ουκρανικά

Μετάφραση: όριο, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
границя, межа, межень, кордон, межу, ліміт
Όριο στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: όριο

όριο ηλικίας συνταξιοδότησης, όριο απουσιών, όριο αξιοπρεπούς διαβίωσης, όριο απευθείας ανάθεσης έργου, όριο αφορολόγητης απόκτησης πρώτης κατοικίας, όριο λεξικό γλώσσας ουκρανικά, όριο στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • όρεξη στα ουκρανικά - мисливство, полювання, схильність, апетит, охота
  • όρθιος στα ουκρανικά - стояння, тривалість, стаціонарний, знаходження, вертикально
  • όρκος στα ουκρανικά - божіння, удостойте, прокльону, прокльони, клятва, присяга, обітницю
  • όρος στα ουκρανικά - умова, пагорб, застереження, підійматись, термін, зумовлювання, сходження, ...
Τυχαίες λέξεις
Όριο στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: границя, межа, межень, кордон, межу, ліміт