Громадити στα ελληνικά
Μετάφραση: громадити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συναρμολογώ, μεταγλωττίζω, συλλέγω, συναθροίζω, συντάσσω, hromadyty
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- гроза στα ελληνικά - καταιγίδα, καταιγίδας, thunderstorm, καταιγίδων, σφοδρή καταιγίδα
- громада στα ελληνικά - κοινόβιο, κοινότητα, Κοινότητας, κοινοτικό, της Κοινότητας, κοινωνία
- громадський στα ελληνικά - κοινωνικός, δημόσιο, κοινό, δημόσια, δημόσιας, δημόσιες
- громадськість στα ελληνικά - δημοσιεύω, δημόσιο, κοινό, δημόσια, δημόσιας, δημόσιες
Τυχαίες λέξεις
Громадити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συναρμολογώ, μεταγλωττίζω, συλλέγω, συναθροίζω, συντάσσω, hromadyty
Μεταφράσεις: συναρμολογώ, μεταγλωττίζω, συλλέγω, συναθροίζω, συντάσσω, hromadyty