Дзвіночок στα ελληνικά
Μετάφραση: дзвіночок, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κουδούνι, Campanula, η campanula, καμπανούλα, την Campanula
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- дзвіниця στα ελληνικά - καμπαναριό, κωδωνοστάσιο, καμπαναριού, το καμπαναριό
- дзвінкий στα ελληνικά - ηχηρός, σαφής, σαφές, σαφή, σαφείς, διαυγές
- дзенькіт στα ελληνικά - φόρος, διόδια, σύγκρουση, διαφωνία, σύγκρουσης, συγκρούονται, σύγκρουσή
- дзеркала στα ελληνικά - ευθυμία, χαρά, Καθρέπτες, Καθρέφτες, Καθρεφτάκια, Mirrors, κάτοπτρα
Τυχαίες λέξεις
Дзвіночок στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κουδούνι, Campanula, η campanula, καμπανούλα, την Campanula
Μεταφράσεις: κουδούνι, Campanula, η campanula, καμπανούλα, την Campanula