Дикий στα ελληνικά

Μετάφραση: дикий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βάρβαρος, θηριώδης, άγριος, άγρια, άγριων, άγριου, άγριας
Дикий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • дизайнер στα ελληνικά - σχεδιαστής, σχεδιαστή, σχεδιαστών, designer, επώνυμα
  • дизентерія στα ελληνικά - δυσεντερία, δυσεντερίας, δυσεντερίας των, η δυσεντερία, της δυσεντερίας
  • дико στα ελληνικά - άγρια, ferociously, πολύ άγρια, με πάθος, αρνούνται πεισματικά
  • дикобрази στα ελληνικά - πόρος, σκαντζόχοιροι, porcupines, ακανθόχοιρους, σκαντζόχοιρους, σκαντζόχοιρους που
Τυχαίες λέξεις
Дикий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βάρβαρος, θηριώδης, άγριος, άγρια, άγριων, άγριου, άγριας