Диліжанс στα ελληνικά

Μετάφραση: диліжанс, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιμέλεια, φιλοτεχνία, άμαξα, ταχυδρομική άμαξα, ταχυδρομικών αμαξών, ταχυδρομική άμαξα της, άμαξα που εκτελούσε
Диліжанс στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • дилетантство στα ελληνικά - απειροτεχνία, ντιλλεταντισμό, ερασιτεχνισμό, το ντιλλεταντισμό
  • дилетантський στα ελληνικά - ερασιτεχνικός, ερασιτεχνικού, ερασιτεχνική, ερασιτεχνικό, ερασιτεχνικά
  • дим στα ελληνικά - καπνός, καπνοί, καπνίζω, καπνού, καπνό, καπνιστών τροφίμων, αιθάλης
  • димар στα ελληνικά - φουγάρο, καμινάδα, χωνί, καμινάδας, καπνοδόχου, καπνοδόχο, καπνοδόχων
Τυχαίες λέξεις
Диліжанс στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιμέλεια, φιλοτεχνία, άμαξα, ταχυδρομική άμαξα, ταχυδρομικών αμαξών, ταχυδρομική άμαξα της, άμαξα που εκτελούσε