Дитина στα ελληνικά
Μετάφραση: дитина, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μωρό, είδος, ευγενικός, διεγείρω, ανάβω, εξάπτω, νεαρός, καλός, παιδί, παιδιού, το παιδί, παιδικής, του παιδιού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- дисциплінарний στα ελληνικά - πειθαρχικός, πειθαρχική, πειθαρχικές, πειθαρχικής, πειθαρχικών
- дисциплінуйте στα ελληνικά - φρονηματίζω, κολάζω, τιμωρώ, πειθαρχία, πειθαρχίας, την πειθαρχία, η πειθαρχία
- дитини στα ελληνικά - εγκατάλειψη, παιδί, παιδιών, Παιδιού, Child, για παιδιά
- дитино στα ελληνικά - ευγενικός, είδος, διεγείρω, καλός, εξάπτω, παιδί, ανάβω, ...
Τυχαίες λέξεις
Дитина στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μωρό, είδος, ευγενικός, διεγείρω, ανάβω, εξάπτω, νεαρός, καλός, παιδί, παιδιού, το παιδί, παιδικής, του παιδιού
Μεταφράσεις: μωρό, είδος, ευγενικός, διεγείρω, ανάβω, εξάπτω, νεαρός, καλός, παιδί, παιδιού, το παιδί, παιδικής, του παιδιού