Ανάβω στα ουκρανικά
Μετάφραση: ανάβω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дитино, дитина, вихователь, зв'язок, розпалити, запалити
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανάβω
ανάβω δυο τσιγάρα στίχοι, ανάβω θυμιατήρι, ανάβω όλα τα φωτα, ανάβω με τσιγάρα στίχοι, ανάβω δυο τσιγάρα, ανάβω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ανάβω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ανά στα ουκρανικά - під-в, к-о, з-по, зо, у-у, нині-за, в, ...
- ανάβαση στα ουκρανικά - сходження, піднесення, підіймання, крутизна
- ανάγκη στα ουκρανικά - потребувати, потреба, вимагати, необхідність, необхідності, на необхідності
- ανάγλυφος στα ουκρανικά - земля, штампований
Τυχαίες λέξεις
Ανάβω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: дитино, дитина, вихователь, зв'язок, розпалити, запалити
Μεταφράσεις: дитино, дитина, вихователь, зв'язок, розпалити, запалити