Εξάπτω στα ουκρανικά

Μετάφραση: εξάπτω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вихователь, дитина, дитино, збуджувати, порушувати, чи порушувати, порушуватиме, порушуватимуть
Εξάπτω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξάπτω

εξάπτω συνόνυμα, εξάπτω την περιέργεια, εξάπτω τη φαντασία, εξάπτω αόριστος, εξάπτω κλιση, εξάπτω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εξάπτω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • εξάνθημα στα ουκρανικά - шахраї, висип, висипання, висипка, висипи, сип
  • εξάπλωση στα ουκρανικά - простір, поширювання, розповсюджування, експансія, поширення, розповсюдження, поширеною
  • εξάρθρωση στα ουκρανικά - переміщення, неполадка, порушення, розлад, нелад, вивих, звих
  • εξάρτημα στα ουκρανικά - складовий, компонент, компонентів
Τυχαίες λέξεις
Εξάπτω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: вихователь, дитина, дитино, збуджувати, порушувати, чи порушувати, порушуватиме, порушуватимуть