Домінувати στα ελληνικά
Μετάφραση: домінувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κυριαρχώ, δεσπόζω, κυριαρχούν, κυριαρχεί, κυριαρχήσουν, κυριαρχήσει, δεσπόζουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- домівка στα ελληνικά - σπίτι, Αρχική σελίδα, το σπίτι, στο σπίτι, σπιτιού
- доміно στα ελληνικά - κόκαλο, ντόμινο, Domino, το Domino, του Domino, του ντόμινο
- домінуючий στα ελληνικά - επικρατώ, υπερισχύω, επικρατών, επικρατέστερος, κυρίαρχο, κυρίαρχη, κυριαρχεί
- домірність στα ελληνικά - συμμετρία, επάρκεια, αναλογικότητας, της αναλογικότητας, αναλογικότητα, την αναλογικότητα
Τυχαίες λέξεις
Домінувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κυριαρχώ, δεσπόζω, κυριαρχούν, κυριαρχεί, κυριαρχήσουν, κυριαρχήσει, δεσπόζουν
Μεταφράσεις: κυριαρχώ, δεσπόζω, κυριαρχούν, κυριαρχεί, κυριαρχήσουν, κυριαρχήσει, δεσπόζουν