Доручення στα ελληνικά
Μετάφραση: доручення, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμπιστοσύνη, εμπιστεύομαι, ιεραπόστολος, εξουσιοδότηση, άδεια, άδειας, έγκριση, αδείας
Μεταφράσεις
- дорослий στα ελληνικά - ενήλικας, ενήλικος, ενηλίκων, ενήλικα, των ενηλίκων
- доручати στα ελληνικά - κάνω, διαπράττω, δεσμεύω, χρέωση, επιβάρυνση, χρεώνουν, χρεώνει, ...
- доріжка στα ελληνικά - διαδρομή, μονοπάτι, ίχνη, πίστα, μονοπάτια, πορεία, διαδρομής, ...
- досвідчений στα ελληνικά - επιδέξιος, καλλιεργημένος, εξεζητημένος, επιτήδειος, σοφιστικέ, έμπειρος, βιώσει, ...
Τυχαίες λέξεις
Доручення στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμπιστοσύνη, εμπιστεύομαι, ιεραπόστολος, εξουσιοδότηση, άδεια, άδειας, έγκριση, αδείας
Μεταφράσεις: εμπιστοσύνη, εμπιστεύομαι, ιεραπόστολος, εξουσιοδότηση, άδεια, άδειας, έγκριση, αδείας