Εμπιστοσύνη στα ουκρανικά

Μετάφραση: εμπιστοσύνη, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
упевненість, довіра, певність, вірити, доручення, самовпевненість, траст, впевненість, переконання, впевненості
Εμπιστοσύνη στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμπιστοσύνη

εμπιστοσύνη συνώνυμα, εμπιστοσύνη συνώνυμο, εμπιστοσύνη στο θεό, εμπιστοσύνη στη σχέση, εμπιστοσύνη αγγλικά, εμπιστοσύνη λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εμπιστοσύνη στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • εμπιστευτικός στα ουκρανικά - довірчий, конфіденційний, секретний, конфіденційна, конфіденційну, конфіденційною, конфіденційне
  • εμπιστεύομαι στα ουκρανικά - довіряти, покласти, траст, покладати, довірити, доручення, довіра, ...
  • εμπλέκομαι στα ουκρανικά - згортання, гарчання, ричання, рикання, ричаніе
  • εμπλέκω στα ουκρανικά - реманент, згортання, інвентар, обплутувати, обвивати
Τυχαίες λέξεις
Εμπιστοσύνη στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: упевненість, довіра, певність, вірити, доручення, самовпевненість, траст, впевненість, переконання, впевненості