Досвідчений στα ελληνικά
Μετάφραση: досвідчений, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιδέξιος, καλλιεργημένος, εξεζητημένος, επιτήδειος, σοφιστικέ, έμπειρος, βιώσει, έμπειρους, παρουσίασαν, έμπειρο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- доручення στα ελληνικά - εμπιστοσύνη, εμπιστεύομαι, ιεραπόστολος, εξουσιοδότηση, άδεια, άδειας, έγκριση, ...
- доріжка στα ελληνικά - διαδρομή, μονοπάτι, ίχνη, πίστα, μονοπάτια, πορεία, διαδρομής, ...
- досвіт στα ελληνικά - dosvit
- досвітки στα ελληνικά - αυγή, Dawn, Αυγής, την αυγή, χαραυγή
Τυχαίες λέξεις
Досвідчений στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιδέξιος, καλλιεργημένος, εξεζητημένος, επιτήδειος, σοφιστικέ, έμπειρος, βιώσει, έμπειρους, παρουσίασαν, έμπειρο
Μεταφράσεις: επιδέξιος, καλλιεργημένος, εξεζητημένος, επιτήδειος, σοφιστικέ, έμπειρος, βιώσει, έμπειρους, παρουσίασαν, έμπειρο