Καλλιεργημένος στα ουκρανικά

Μετάφραση: καλλιεργημένος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
підроблений, вдосконалювати, очистити, досвідчений, вдосконалити, очищати, природності, оманливий, культурний, культурна, культурне
Καλλιεργημένος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καλλιεργημένος

καλλιεργημένος συνώνυμο, καλλιεργημένοσ άνθρωποσ, καλλιεργημένος συνώνυμα, καλλιεργημένος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, καλλιεργημένος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • καλεσμένος στα ουκρανικά - гостьовою, гостьовий, гостьовій, постоялець, гість, Гость, Відвідувач
  • καλκάνι στα ουκρανικά - дотик, клювати, плямка, мазок, штрикати, ударяти, палтус
  • καλλιεργώ στα ουκρανικά - живити, обробіть, розвивати, удобрювати, кормити, плекати, обробляти, ...
  • καλλιτέχνης στα ουκρανικά - виконавець, художник, митець, маляр, артист
Τυχαίες λέξεις
Καλλιεργημένος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: підроблений, вдосконалювати, очистити, досвідчений, вдосконалити, очищати, природності, оманливий, культурний, культурна, культурне