Достати στα ελληνικά
Μετάφραση: достати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διασφαλίζω, ασφαλίζω, εδραιώνω, ασφαλής, dostaty
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- доставати στα ελληνικά - εδραιώνω, ασφαλής, διασφαλίζω, ασφαλίζω, dostavaty
- доставляти στα ελληνικά - προμηθεύω, επιπλώνω, παραδώσει, διατυπώνει, διατυπώνει τη, παρέχουν, προσφέρουν
- достатки στα ελληνικά - άφθονος, κατοχές, υπάρχοντά, κτήσεις, τα υπάρχοντά, περιουσίας
- достатньо στα ελληνικά - αρκετά, ικανοποιητικά, επαρκώς, νισάφι, δίκαια, αρκετό, αρκετή, ...
Τυχαίες λέξεις
Достати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διασφαλίζω, ασφαλίζω, εδραιώνω, ασφαλής, dostaty
Μεταφράσεις: διασφαλίζω, ασφαλίζω, εδραιώνω, ασφαλής, dostaty