Доцільний στα ελληνικά
Μετάφραση: доцільний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκόπιμος, συνετός, συνετό, τέχνασμα, μέσο, σκόπιμο, πρόσφορο, σκόπιμη
Μεταφράσεις
- дохідний στα ελληνικά - πληρωτέος, επικερδής, κερδοφόρος, κερδοφόρα, Κερδοσκοπική, κερδοφόρες
- доцентровий στα ελληνικά - κεντρομόλος, κεντρομόλο, κεντρομόλου, κεντρομόλες, κεντρομόλα
- доцільно στα ελληνικά - σκοπιμότητα, ορθότητα, καλό, σκόπιμο, συνιστάται, ενδεδειγμένο, σκόπιμη
- доцільність στα ελληνικά - σκοπιμότητα, ορθότητα, σκόπιμο, σκοπιμότητας, είναι σκόπιμο
Τυχαίες λέξεις
Доцільний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκόπιμος, συνετός, συνετό, τέχνασμα, μέσο, σκόπιμο, πρόσφορο, σκόπιμη
Μεταφράσεις: σκόπιμος, συνετός, συνετό, τέχνασμα, μέσο, σκόπιμο, πρόσφορο, σκόπιμη