Συνετό στα ουκρανικά
Μετάφραση: συνετό, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
доречний, розсудливий, доцільний, бажаний, мудрий, мудра, мудру, Філософ, Гуру
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνετό
ιάσονα συνετό, συνετό λεξικό γλώσσας ουκρανικά, συνετό στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- συνετά στα ουκρανικά - дотепи, ласиця, мудро
- συνεταιρισμός στα ουκρανικά - спільний, кооперативний, кооператив, партнерство, партнерство Підняти, партнерства
- συνετός στα ουκρανικά - зичливий, бажаний, благодійницький, мудрості, розсудливий, судово-психіатричний, доцільний, ...
- συνεχής στα ουκρανικά - константан, вірний, невичерпний, незмінний, константа, сталий, постійний, ...
Τυχαίες λέξεις
Συνετό στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: доречний, розсудливий, доцільний, бажаний, мудрий, мудра, мудру, Філософ, Гуру
Μεταφράσεις: доречний, розсудливий, доцільний, бажаний, мудрий, мудра, мудру, Філософ, Гуру