Діяльність στα ελληνικά
Μετάφραση: діяльність, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατοχή, επάγγελμα, εργασία, κατάληψη, δραστηριότητα, δραστηριότητας, δραστικότητα, δράση, δραστηριοτήτων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- дія στα ελληνικά - πράξη, υπηρεσία, αναπληρωματικός, εγχείρηση, λειτουργία, πρακτορείο, επιχείρηση, ...
- діяльності στα ελληνικά - δραστηριότητες, Οι δραστηριότητες, τις δραστηριότητες, δραστηριοτήτων, δραστηριοτήτων που
- діяння στα ελληνικά - λειτουργία, επιχείρηση, εγχείρηση, δράση, δράσης, προσφυγή, ενέργεια, ...
- діяти στα ελληνικά - αποφασίζω, βασιλεύω, βιασύνη, λειτουργία, επηρεάζω, ιθύνω, ορμή, ...
Τυχαίες λέξεις
Діяльність στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατοχή, επάγγελμα, εργασία, κατάληψη, δραστηριότητα, δραστηριότητας, δραστικότητα, δράση, δραστηριοτήτων
Μεταφράσεις: κατοχή, επάγγελμα, εργασία, κατάληψη, δραστηριότητα, δραστηριότητας, δραστικότητα, δράση, δραστηριοτήτων