Δραστηριότητα στα ουκρανικά
Μετάφραση: δραστηριότητα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
енергія, активність, спритність, діяльність, діяльності
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δραστηριότητα
δραστηριότητα συνώνυμα, δραστηριότητα αγγλικα, δραστηριότητα αναψυχής, δραστηριότητα στα αγγλικά, δραστηριότητα συνείδηση προσωπικότητα, δραστηριότητα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, δραστηριότητα στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- δραστήριος στα ουκρανικά - самодіяльний, енергійний, енергетичний, активний, ввімкнути, активне, активна
- δραστηριοποιούμαι στα ουκρανικά - боротьба, здригнутися, струснутися, підбадьоритися, струсонутися, стрепенутися
- δραστικός στα ουκρανικά - рішучий, радикальний, крутий, крутій, крутою, потужний, могутній, ...
- δρεπάνι στα ουκρανικά - коса
Τυχαίες λέξεις
Δραστηριότητα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: енергія, активність, спритність, діяльність, діяльності
Μεταφράσεις: енергія, активність, спритність, діяльність, діяльності