Κατάληψη στα ουκρανικά

Μετάφραση: κατάληψη, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
окупація, фах, діяльність, професія, заволодіння, захоплення, захват
Κατάληψη στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατάληψη

κατάληψη στο γραφείο του μητσοτάκη, κατάληψη έπαυλης κουβέλου, κατάληψη σινιάλο, κατάληψη libertatia, κατάληψη ματσάγγου, κατάληψη λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κατάληψη στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • κατάκτηση στα ουκρανικά - отой, підкорення, скорення, завоювання, той, здобуття
  • κατάληξη στα ουκρανικά - закінчення, кінець, виходе, наслідок, вихід, результат, суфікс
  • κατάλληλα στα ουκρανικά - підходить, відповідають, місцем, личить, вибором
  • κατάλληλος στα ουκρανικά - можливий, підхожий, підходящий, певно, здатний, привласнювати, бажаний, ...
Τυχαίες λέξεις
Κατάληψη στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: окупація, фах, діяльність, професія, заволодіння, захоплення, захват