Евакуюватися στα ελληνικά
Μετάφραση: евакуюватися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκκενώνω, εκκενώσουν, εκκενώσει, εκκένωση, εκκενώνουν, εκκενωθεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- евакуйований στα ελληνικά - μετακινούμενος από επικίνδυνη θέση, εκκενούμενος από επικίνδυνη θέση
- евакуйовувати στα ελληνικά - εκκενώνω, evakuyovuvaty
- евентуальний στα ελληνικά - ενδεχόμενος, ενδεχόμενη, τελική, ενδεχόμενης, ενδεχόμενες
- евкаліпт στα ελληνικά - ευκάλυπτος, ευκαλύπτου, ευκάλυπτο, ευκαλύπτων, ευκαλύπτους
Τυχαίες λέξεις
Евакуюватися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκκενώνω, εκκενώσουν, εκκενώσει, εκκένωση, εκκενώνουν, εκκενωθεί
Μεταφράσεις: εκκενώνω, εκκενώσουν, εκκενώσει, εκκένωση, εκκενώνουν, εκκενωθεί