Екскаватор στα ελληνικά
Μετάφραση: екскаватор, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκσκαφέας, εκσκαφέα, εκσκαφείς, εκσκαφέων, ανασκαφέα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- екс-в στα ελληνικά - σε, στην πρώην, της πρώην, στην πρώτη, Πρώην, την πρώην
- ексгумація στα ελληνικά - εκταφή, εκταφής, την εκταφή, εκταφές, εκταφών
- екскурс στα ελληνικά - εκδρομή, εκδρομής, εκδρομές, εκδρομών, εξόρμηση
- екскурсовод στα ελληνικά - ξεναγός, καθοδηγώ, ξεναγώ, οδηγός, Ξεναγήσεις, Οργανωμένες Εκδρομές, Περιηγήσεις, ...
Τυχαίες λέξεις
Екскаватор στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκσκαφέας, εκσκαφέα, εκσκαφείς, εκσκαφέων, ανασκαφέα
Μεταφράσεις: εκσκαφέας, εκσκαφέα, εκσκαφείς, εκσκαφέων, ανασκαφέα