Заблокувати στα ελληνικά

Μετάφραση: заблокувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φραγμός, στηρίγματα, μπλοκ, κατηγορία, κατά κατηγορία, κατηγορίες, κατά κατηγορίες
Заблокувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • забирати στα ελληνικά - τύλιγμα, τυλίγω, μάζεμα, μαζεύω, αποχώρηση, ανάληψη, αφαίρεση, ...
  • забити στα ελληνικά - νύχι, πρόκα, καρφί, σκορ, αποτέλεσμα, όρος βαθμολογίας, όρος, ...
  • заблудлий στα ελληνικά - wildered
  • забобон στα ελληνικά - πρόληψη, δεισιδαιμονία, δεισιδαιμονίας, προλήψεις, δεισιδαιμονίες
Τυχαίες λέξεις
Заблокувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φραγμός, στηρίγματα, μπλοκ, κατηγορία, κατά κατηγορία, κατηγορίες, κατά κατηγορίες