Залишковий στα ελληνικά

Μετάφραση: залишковий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μόνιμος, υπόλοιπο, υπολειμματική, εναπομένουσα, υπολειμματικό, υπολειμματικής
Залишковий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • залишитися στα ελληνικά - κατάλοιπο, διαμονή, παραμονή, μείνετε, μείνουν, μείνει
  • залишки στα ελληνικά - απομεινάρια, λείψανα, ερείπια, υπολείμματα, παραμένει
  • залишок στα ελληνικά - υπολείμματα, πλεόνασμα, λείψανα, περίσσευμα, φτέρνα, τακούνι, ερείπια, ...
  • заложник στα ελληνικά - όμηρος, όμηρο, όμηροι, ομήρους, ομηρία
Τυχαίες λέξεις
Залишковий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μόνιμος, υπόλοιπο, υπολειμματική, εναπομένουσα, υπολειμματικό, υπολειμματικής