Залишковий στα ελληνικά
Μετάφραση: залишковий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μόνιμος, υπόλοιπο, υπολειμματική, εναπομένουσα, υπολειμματικό, υπολειμματικής
![Залишковий στα ελληνικά Залишковий στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-uk-gr-6007.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- залишитися στα ελληνικά - κατάλοιπο, διαμονή, παραμονή, μείνετε, μείνουν, μείνει
- залишки στα ελληνικά - απομεινάρια, λείψανα, ερείπια, υπολείμματα, παραμένει
- залишок στα ελληνικά - υπολείμματα, πλεόνασμα, λείψανα, περίσσευμα, φτέρνα, τακούνι, ερείπια, ...
- заложник στα ελληνικά - όμηρος, όμηρο, όμηροι, ομήρους, ομηρία
Τυχαίες λέξεις
Залишковий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μόνιμος, υπόλοιπο, υπολειμματική, εναπομένουσα, υπολειμματικό, υπολειμματικής
Μεταφράσεις: μόνιμος, υπόλοιπο, υπολειμματική, εναπομένουσα, υπολειμματικό, υπολειμματικής