Запальний στα ελληνικά
Μετάφραση: запальний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εσπευσμένος, κίνητρο, βιαστικός, φλεγμονώδη, φλεγμονώδεις, φλεγμονωδών, φλεγμονώδους, φλεγμονώδης
Μεταφράσεις
- запалення στα ελληνικά - διακόπτης, μίζα, πυροδότηση, ανάφλεξη, φλεγμονή, φλεγμονής, της φλεγμονής, ...
- запалий στα ελληνικά - βαθουλωμένος, κούφιος, κοίλος, υπόκωφος, κοιλότητα, κοίλο, κοίλου, ...
- запальність στα ελληνικά - σπουδή, βιασύνη, η βιασύνη, εσπευσμένης
- запалювання στα ελληνικά - διακόπτης, ανάφλεξη, μίζα, πυροδότηση, ανάφλεξης, ανάφλεξης με, αναφλέξεως, ...
Τυχαίες λέξεις
Запальний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εσπευσμένος, κίνητρο, βιαστικός, φλεγμονώδη, φλεγμονώδεις, φλεγμονωδών, φλεγμονώδους, φλεγμονώδης
Μεταφράσεις: εσπευσμένος, κίνητρο, βιαστικός, φλεγμονώδη, φλεγμονώδεις, φλεγμονωδών, φλεγμονώδους, φλεγμονώδης