Запалювати στα ελληνικά

Μετάφραση: запалювати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απεργία, χτυπώ, ανάβω, φλογίζω, εξάπτω, Kindle, το Kindle
Запалювати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • запальність στα ελληνικά - σπουδή, βιασύνη, η βιασύνη, εσπευσμένης
  • запалювання στα ελληνικά - διακόπτης, ανάφλεξη, μίζα, πυροδότηση, ανάφλεξης, ανάφλεξης με, αναφλέξεως, ...
  • запаліть στα ελληνικά - φως, Light, φωτός, ελαφρύ, Ελαφρά
  • запам'ятовувати στα ελληνικά - εντύπωση, κυνηγώ, απομνημονεύω, απομνημονεύσει, απομνημονεύσετε, απομνημονεύει, απομνημονεύσουν
Τυχαίες λέξεις
Запалювати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απεργία, χτυπώ, ανάβω, φλογίζω, εξάπτω, Kindle, το Kindle