Заплямувати στα ελληνικά
Μετάφραση: заплямувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στίγμα, αμαυρώνω, λεκιάζω, κηλίδα, ψεγάδι, σύννεφο, cloud, νέφος, νέφους, νεφών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- заплющувати στα ελληνικά - κερδίζω, νικώ, κλείστε, κλείσει, να κλείσει, κλείσετε, κλείσουν
- заплямований στα ελληνικά - χρωματιστός, Βιτρώ, χρωματισμένο, λεκιασμένο, Stained
- запліднений στα ελληνικά - εμποτισμό, τον εμποτισμό, εμποτισμό του, τον εμποτισμό του, εμποτισμός
- запліднення στα ελληνικά - σύλληψη, γονιμοποίηση, γονιμοποίησης, λίπανση, λίπανσης, τη γονιμοποίηση
Τυχαίες λέξεις
Заплямувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στίγμα, αμαυρώνω, λεκιάζω, κηλίδα, ψεγάδι, σύννεφο, cloud, νέφος, νέφους, νεφών
Μεταφράσεις: στίγμα, αμαυρώνω, λεκιάζω, κηλίδα, ψεγάδι, σύννεφο, cloud, νέφος, νέφους, νεφών