Заполонювати στα ελληνικά
Μετάφραση: заполонювати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σαγηνεύω, ξελογιάζω, γοητεύω, μαυλίζω, αποπλανώ, αιχμαλωτίσει, αιχμαλωτίσουν, αιχμαλωτίζουν, γοητεύσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- запозичення στα ελληνικά - δάνειο, δανείου, δανείων, του δανείου, δάνεια
- запозичувати στα ελληνικά - αποδέχομαι, υιοθετώ, δανείζομαι, δανειστεί, δανείζονται, δανειστούν, δανειστείτε
- запонка στα ελληνικά - καρφί, κουμπί, ιπποτροφείο, stud, γενεαλογικό, γενεαλογικά, ορθοστάτη, ...
- запопадливий στα ελληνικά - επιμελής, εργατικός, ένθερμος, ενθουσιώδης, ζήλο, ζήλο τους, ένθερμοι
Τυχαίες λέξεις
Заполонювати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σαγηνεύω, ξελογιάζω, γοητεύω, μαυλίζω, αποπλανώ, αιχμαλωτίσει, αιχμαλωτίσουν, αιχμαλωτίζουν, γοητεύσει
Μεταφράσεις: σαγηνεύω, ξελογιάζω, γοητεύω, μαυλίζω, αποπλανώ, αιχμαλωτίσει, αιχμαλωτίσουν, αιχμαλωτίζουν, γοητεύσει