Μαυλίζω στα ουκρανικά

Μετάφραση: μαυλίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
спокушати, заполонювати, зваблювати, спокусіть, потурати, захопитися, потакати, потуратиме
Μαυλίζω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μαυλίζω

μαυλίζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, μαυλίζω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ματιά στα ουκρανικά - блискіт, погляд, полірувати, блиск, блискотіння, дивитися, дивитись
  • ματώνω στα ουκρανικά - кровоточити, линяти, кровити, кровоточитиме
  • μαυρίζω στα ουκρανικά - кора, дубити, голець, Голец
  • μαυροπίνακας στα ουκρανικά - класна дошка, Шкільні дошки
Τυχαίες λέξεις
Μαυλίζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: спокушати, заполонювати, зваблювати, спокусіть, потурати, захопитися, потакати, потуратиме