Змусити στα ελληνικά

Μετάφραση: змусити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξαναγκάζω, δύναμη, ισχύ, ισχύει, ισχύος, ισχύουν
Змусити στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • змочувати στα ελληνικά - υγρός, μουσκεύω, βρέχω, νωπός, υγρό, υγρή, υγρής, ...
  • змочується στα ελληνικά - υγρασία, βρέχεται, διαβρέχεται, διαβρέχονται, υγραίνεται, βραχεί
  • змучений στα ελληνικά - καταβεβλημένος, εξαντλημένος, εξαντληθεί, εξαντλήσει, εξαντληθούν, εξάντληση
  • змучити στα ελληνικά - κούραση, κόπωση, κόπωσης, την κούραση, κούρασης
Τυχαίες λέξεις
Змусити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξαναγκάζω, δύναμη, ισχύ, ισχύει, ισχύος, ισχύουν