Знати στα ελληνικά
Μετάφραση: знати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αξιοπρέπεια, γνωρίζω, ξέρω, γνωρίζουν, γνωρίζετε, ξέρετε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- знання στα ελληνικά - γνωστό, γνώση, γνώσεις, γνώσης, γνώσεων, της γνώσης
- знаряддя στα ελληνικά - κανόνι, εργαλείο, εργαλείου, μέσο, το εργαλείο, εργαλείο για
- знатність στα ελληνικά - μεγαλείο, διάκριση, διάκρισης, διαχωρισμός, διαφορά, διαχωρισμό
- знать στα ελληνικά - αριστοκρατία, βλέπω, αρχοντιά, ευγένεια, ευγενείς, ευγενών
Τυχαίες λέξεις
Знати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αξιοπρέπεια, γνωρίζω, ξέρω, γνωρίζουν, γνωρίζετε, ξέρετε
Μεταφράσεις: αξιοπρέπεια, γνωρίζω, ξέρω, γνωρίζουν, γνωρίζετε, ξέρετε