Каучук στα ελληνικά

Μετάφραση: каучук, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δείχνω, φανερώνω, εμφαίνω, γόμα, λαστιχένιος, καουτσούκ, λάστιχο, ελαστικό, από καουτσούκ, ελαστικού
Каучук στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • каузальний στα ελληνικά - αιτιώδης συνάφεια, αιτιολογικός, συνάφεια, αιτιώδης, αιτιώδη
  • каустичний στα ελληνικά - σαρκαστικός, καυστικός, καυστική, καυστικό, καυστικής, καυστικού
  • каучуковий στα ελληνικά - γόμα, λαστιχένιος, καουτσούκ, από καουτσούκ, Ελαστικά, Rubber, λάστιχο
  • кафе στα ελληνικά - καφενείο, Cafe, καφέ, καφετέρια, καφετέριες
Τυχαίες λέξεις
Каучук στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δείχνω, φανερώνω, εμφαίνω, γόμα, λαστιχένιος, καουτσούκ, λάστιχο, ελαστικό, από καουτσούκ, ελαστικού