Кепсько στα ελληνικά
Μετάφραση: кепсько, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κακά, άσχημα, κακώς, άτακτα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- кепкування στα ελληνικά - περιγελώ, λοιδορία, περιπαιχτικός, εμπαικτικός, αστεϊσμός, πειράζω
- кепський στα ελληνικά - μακάβριος, κακός, κακή, κακό, κακές, άσχημα
- кераміка στα ελληνικά - κεραμική, κεραμικά, κεραμικών, κεραμικής, τα κεραμικά
- кераміки στα ελληνικά - κεραμική, κεραμικά, κεραμικών, κεραμικής, τα κεραμικά
Τυχαίες λέξεις
Кепсько στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κακά, άσχημα, κακώς, άτακτα
Μεταφράσεις: κακά, άσχημα, κακώς, άτακτα