Кермо στα ελληνικά
Μετάφραση: кермо, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πηδάλιο, τιμόνι, δοιάκι, τιμονιού, του τιμονιού, στο τιμόνι, το τιμόνι
Μεταφράσεις
- керамічний στα ελληνικά - κεραμικός, κεραμικά, κεραμικό, κεραμικών, κεραμική
- керманич στα ελληνικά - πηδάλιο, φύλαρχος, τιμόνι, πηδαλιούχηση, διεύθυνσης, τιμονιού, διευθύνσεως, ...
- кермовий στα ελληνικά - πηδαλιούχηση, διεύθυνσης, τιμονιού, διευθύνσεως, συστήματος διεύθυνσης
- кермувати στα ελληνικά - εγχειρίζω, διοικώ, λειτουργώ, χορηγώ, απονέμω, εφαρμόζω, κατευθύνουν, ...
Τυχαίες λέξεις
Кермо στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πηδάλιο, τιμόνι, δοιάκι, τιμονιού, του τιμονιού, στο τιμόνι, το τιμόνι
Μεταφράσεις: πηδάλιο, τιμόνι, δοιάκι, τιμονιού, του τιμονιού, στο τιμόνι, το τιμόνι