Комік στα ελληνικά
Μετάφραση: комік, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αστείος, κωμικός, κωμικό, κωμικού, τον κωμικό, ο κωμικός
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- комфортабельний στα ελληνικά - άνετος, βολικός, άνετα, άνετο, άνετη, άνετες
- комівояжер στα ελληνικά - ταξιδιώτης, πωλητής, πωλητή, τον πωλητή, πωλητή με
- комір στα ελληνικά - λουρί, κολάρο, γιακάς, περιλαίμιο, γιακά, κολλάρο, κολάρου
- коміра στα ελληνικά - καταχώρηση, είσοδος, λήμμα, στεφάνι, πύλη, περιλαίμιο, κολάρο, ...
Τυχαίες λέξεις
Комік στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αστείος, κωμικός, κωμικό, κωμικού, τον κωμικό, ο κωμικός
Μεταφράσεις: αστείος, κωμικός, κωμικό, κωμικού, τον κωμικό, ο κωμικός