Кормити στα ελληνικά

Μετάφραση: кормити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καλλιεργώ, τρέφω, να ταΐσει, να τροφοδοτήσει, για να τροφοδοτήσει, να θρέψουν, να θρέψει
Кормити στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • корм στα ελληνικά - παροιμία, φαγητό, τροφή, ζωοτροφών, ζωοτροφές, τροφοδοσίας, των ζωοτροφών
  • корми στα ελληνικά - φτωχός, πενιχρός, καημένος, τροφή, ζωοτροφών, ζωοτροφές, τροφοδοσίας, ...
  • корнет στα ελληνικά - κορνέτα, σάλπιγγας, Cornet, μικρού κώνου, μουσικό κέρας
  • корнішон στα ελληνικά - αγγουράκι, αγγουριού, αγγουράκια, αγγούρι, αγγουράκι τουρσί
Τυχαίες λέξεις
Кормити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καλλιεργώ, τρέφω, να ταΐσει, να τροφοδοτήσει, για να τροφοδοτήσει, να θρέψουν, να θρέψει