Τρέφω στα ουκρανικά

Μετάφραση: τρέφω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
плекати, годувати, живити, кормити, виховання, удобрювати, подача, подання, подачу, подавання
Τρέφω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τρέφω

τρέφω παράγωγα, τρέφω συνώνυμα, τρέφω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, τρέφω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • τρένο στα ουκρανικά - звита, виховати, наслідок, поїзд, потяг
  • τρέξιμο στα ουκρανικά - хід, ходе, рух, біг, пробіг, пробег
  • τρέχω στα ουκρανικά - очеретяний, виконати, навально, пересуватися, порив, линути, швиргати, ...
  • τρήμα στα ουκρανικά - отвір
Τυχαίες λέξεις
Τρέφω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: плекати, годувати, живити, кормити, виховання, удобрювати, подача, подання, подачу, подавання