Крім στα ελληνικά
Μετάφραση: крім, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκτός, όμως, χωριστά, αποκλειστικός, διασώζω, αποκρούω, αλλά, αποταμιεύω, αποκλειστικότητα, άλλωστε, εκτός από, εξαίρεση, με εξαίρεση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- крякання στα ελληνικά - κομπογιαννίτης, quack, ψέυτικος, κουακ, κομπογιαννίτικη
- крякати στα ελληνικά - κουρούνα, κομπογιαννίτης, quack, ψέυτικος, κουακ, κομπογιαννίτικη
- кріпак στα ελληνικά - δουλοπάροικος, δουλοπάροικο, δουλοπάροικων, δουλοπάροικους, δουλοπάροικου
- кріпацтво στα ελληνικά - δουλοπαροικία, δουλοπαροικίας, δουλεία, τη δουλοπαροικία, δουλείας
Τυχαίες λέξεις
Крім στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκτός, όμως, χωριστά, αποκλειστικός, διασώζω, αποκρούω, αλλά, αποταμιεύω, αποκλειστικότητα, άλλωστε, εκτός από, εξαίρεση, με εξαίρεση
Μεταφράσεις: εκτός, όμως, χωριστά, αποκλειστικός, διασώζω, αποκρούω, αλλά, αποταμιεύω, αποκλειστικότητα, άλλωστε, εκτός από, εξαίρεση, με εξαίρεση