Лами στα ελληνικά

Μετάφραση: лами, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρνί, ιερέας του βούδα, Λάμα, Lama, ο λάμα
Лами στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ламання στα ελληνικά - σπάσιμο, σπάζοντας, θραύσης, θραύση, θραύσεως
  • ламати στα ελληνικά - διακοπή, διάσπαση, θραύση, διάλειμμα, σπάσιμο
  • ламкий στα ελληνικά - εύθρυπτος, εύθραυστος, εύθραυστα, εύθραυστο, ψαθυρή, εύθρυπτο
  • лан στα ελληνικά - φύλο, πεζόδρομος, γένος, πεζοδρόμιο, Lan, Λάν, λαν, ...
Τυχαίες λέξεις
Лами στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρνί, ιερέας του βούδα, Λάμα, Lama, ο λάμα