Ледарювати στα ελληνικά

Μετάφραση: ледарювати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγγειοπλαστική, χασομερώ, τεμπελιάζω, laze, χαλαρώσετε, χαλαρώσουν
Ледарювати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • легітимність στα ελληνικά - νόμιμος, νομιμότητα, νομιμότητας, νομιμοποίηση, νομιμοποίησης, νομιμότητά
  • ледар στα ελληνικά - λουφάζω, δελεάζω, Κρίμα, bummer, Ατυχία
  • ледачий στα ελληνικά - δυσκίνητος, νωχελής, πλαδαρός, μαχμουρλής, άτονος, νυσταγμένος, τεμπέλης, ...
  • ледащо στα ελληνικά - μπερμπάντης, παλιάνθρωπος, παλιοτόμαρο
Τυχαίες λέξεις
Ледарювати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγγειοπλαστική, χασομερώ, τεμπελιάζω, laze, χαλαρώσετε, χαλαρώσουν