Αγγειοπλαστική στα ουκρανικά

Μετάφραση: αγγειοπλαστική, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ледарювати, кераміка, керамика, кераміки
Αγγειοπλαστική στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αγγειοπλαστική

αγγειοπλαστική στην αρχαία ελλάδα, αγγειοπλαστική τέχνη, αγγειοπλαστική καρδιάς, αγγειοπλαστική επέμβαση με μπαλονάκι, αγγειοπλαστική με μπαλονάκι, αγγειοπλαστική λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αγγειοπλαστική στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • αγγειακός στα ουκρανικά - судинний
  • αγγειοπλάστης στα ουκρανικά - кімнатний, консервований, гончар
  • αγγελικός στα ουκρανικά - ангельський, янгольський, ангельська, ангольський
  • αγγελιοφόρος στα ουκρανικά - нарочний, агент, кур'єр, посланець, посильний, повідомлення, посланник, ...
Τυχαίες λέξεις
Αγγειοπλαστική στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: ледарювати, кераміка, керамика, кераміки