Лихо στα ελληνικά
Μετάφραση: лихо, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συμφορά, καταστροφή, καταστροφής, καταστροφών, καταστροφές, των καταστροφών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- лихвар στα ελληνικά - τοκογλύφος, καρχαρίας, τοκογλύφο, τοκογλύφου
- лихварство στα ελληνικά - τοκογλυφία, τοκογλυφίας, της τοκογλυφίας, την τοκογλυφία, η τοκογλυφία
- лиховісний στα ελληνικά - σκυθρωπός, βλοσυρός, απαίσιος, μοχθηρός, δυσοίωνος, απαίσιο, απειλητικό
- лиходій στα ελληνικά - φαύλος, κακοποιός, κακό, κακοποιό, κακός
Τυχαίες λέξεις
Лихо στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συμφορά, καταστροφή, καταστροφής, καταστροφών, καταστροφές, των καταστροφών
Μεταφράσεις: συμφορά, καταστροφή, καταστροφής, καταστροφών, καταστροφές, των καταστροφών